Διαστάσεις: 87 X 63 εκ.

Τεχνική: Λάδι σε ξυλοτέξ

Έτος: 1962

Ανάμνηση: ανάκληση στην συνείδηση ενός βιώματος και ως εμπειρία και ως ψυχικό γεγονός. Ο Πόλεμος, όταν είναι βίωμα, και ιδίως ανθρώπων καλλιεργημένων βαθειά και, κυρίως, ψυχοπνευματικά, ηθικά και αισθητικά, προσλαμβάνεται ως αυτό που πράγματι είναι: ως η εσχάτη Ύβρις, ο ακραίος ανθρώπινος ξεπεσμός, η απόλυτη παράβαση των νόμων του «κατά φύσιν ζην». Και το «κατά φύσιν» έχει τριπλή σημασία, δηλαδή να ζεις α) σύμφωνα με τις αρμονίες και το Μέτρο που επικρατούν στη φύση γενικώς, προσφέροντάς μας το Φυσικό Δίκαιο ως πρώτη πηγή και του ιδεώδους ανθρώπινου, κοινωνικού δικαιϊκού συστήματος β) σύμφωνα με τις ουσιαστικές ιδιότητες και αξίες που αρμόζουν στον Άνθρωπο ως είδος και γ) σύμφωνα με ό,τι χαρακτηρίζει τον καθ΄ ένα ξεχωριστά ως βέλτιστη δυνατότητα και ικανότητα – σύμφωνα, δηλαδή, με την ειδική ανθρώπινη ποιότητα στον ύψιστο βαθμό που μπορεί να κατακτήσει κάποιος, γνωρίζοντας τον εαυτό του και τον Άλλο, και το Άλλο.

Ως ακραία παράβαση της ανθρώπινης φύσης και ως Ύβρις απέναντι στο Όλον, η φρίκη του πολέμου – του άδικου και επιθετικού κατ΄ αρχάς – , υποφώσκει στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού όσων τον έζησαν. Ίσως εκδηλώνεται αποσπασματικά στον ανεξέλεγκτο χρόνο των ονείρων· αλλά στη συνείδηση αναδύεται ως απορία, ως γεγονός απερίγραπτο. Ο Σπύρος Κουκουλομάτης, γεννήθηκε στον απόηχο του πρώτου παγκοσμίου σφαγείου (Πολέμου) και έζησε ως πολεμιστής του Μετώπου το δεύτερο παγκόσμιο σφαγείο (Πόλεμο), αλλά και ως αγωνιστής του ΕΑΜ κατά του φασισμού, που επιβίωσε και μέσα στις γραμμές των Συμμάχων και της όλης ιδεολογίας που διεκδίκησε τον κόσμο μετά την ήττα του Ναζισμού. Χρειάστηκε χρόνο, απαραίτητο για την αναγκαία αποστασιοποίησή του από την άμεση επαφή του με το Τέρας, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε και άντεξε, ίσως, να την εικονίσει ως ανάκληση και αποκάλυψη, δημιουργώντας ένα αριστούργημα.
Σε πρώτη ματιά ο πίνακας «Αναμνήσεις Πολέμου» εμφανίζεται ως ένα δίπτυχο εννοιολογικό και, εν μέρει και τεχνικό. Υπάρχουν δύο εδάφη στα οποία εκδιπλώνεται η εικαστική αφήγηση του ανέκφραστου… Κοινός δεσμός τους είναι, βέβαια, το αναφερόμενο αντικείμενο: ο Πόλεμος. Αλλά και υφολογικά συνάπτονται σε ενότητα διαλογική – διαλεκτική, με την καθολική δυναμική μιας εκρηκτικής έκφρασης. Γι΄αυτό και είναι αρχικά έντονη η αίσθηση πως η γραφή του έργου πηγάζει από το ασυνείδητο, όπου φωλιάζουν όσα ανέκφραστα με την γλώσσα της λογικής μας κατακλύζουν: οι εφιάλτες μας, οι φόβοι και οι πόθοι – εκεί που έχει τη σκοτεινή της ρίζα η κραυγή μας, θριάμβου ή απελπισίας ή οργής. Ο J. Lacan έχει πει ότι το ασυνείδητο είναι δομημένο σαν γλώσσα· αλλά τα στοιχεία της είναι σύμβολα. Στον πίνακα αυτόν, η ζωγραφική διατύπωση προστρέχει λοιπόν στα σύμβολα αλλά και στη διάταξή τους με τρόπο που αντιστοιχεί σε γλωσσική, συνεπή νοηματοδοτικά, έκφραση.

Η εκρηκτική φύση των «Αναμνήσεων Πολέμου» αφορά λοιπόν στον πυρήνα της όλης μαρτυρίας, από όπου διακτινίζεται με σαφήνεια, όπως σύντομα αντιλαμβανόμαστε, η αληθινή, έλλογη κρίση γι΄αυτόν τον ακραίο παραλογισμό – του ακατάσχετου φόνου και της συντριβής κάθε ζωής, κάθε τι σύμφωνου με την φύση. Έτσι, οι μορφές που τον συνθέτουν ως Όλον, αναδεικνύουν την αυστηρή, λογική τάξη των αισθητικών και σημασιολογικών συσχετισμών τους ως αλληλεπιδρόν, συνδιαλεγόμενο Όλον. Φανερώνεται συνεπώς η διαλεκτική αλληλουχία του συνειδητού με το ασυνείδητο και ως ποιητική, ηθελημένη δυνητικότητα. Η συμβολιστική γλώσσα του έργου εξαιρεί το άμεσα εμπλεκόμενο υποκείμενο του Πολέμου – τον άνθρωπο, θύμα ή θύτη. Το ανθρώπινο στοιχείο λείπει ως αναπαράσταση· θα ήταν πλεονασμός ή έλλειψη, η μορφική παρουσία του, όταν τα πάντα λέγονται με την ένταση –την έκρηξη- στο αποτέλεσμα των ενεργειών του: σε αυτό το έργο της παραφροσύνης, τον πόλεμο.

Σκοτεινό, συνεσταλμένο το έδαφος του πίνακα αριστερά, όπου και επικεντρώνεται το βλέμμα, και όπου η αναφορά των συμβολικών παραστάσεων στο θέμα είναι άμεση. Περιέχει αγχόνες, πλεγμένες «τυχαία» από ανεξέλεγκτες(;) προεκτάσεις του ακάνθινου πλέγματος που ήδη είναι ο κοινός δεσμός των δύο εδαφών. Ακάνθινο πλέγμα που φράζει την Ελευθερία, συσφίγγοντας τον χώρο –το παρόν, όπως το προσδιορίζει ο ίδιος ο ζωγράφος-, αλλά και τα πάντα, καθώς απλώνεται και υψώνεται, αναρριχάται στον αέρα προς τα ύψη, τον χρόνο και το μέλλον, σύμφωνα με τον ίδιο. Οι αγχόνες τανύζονται υπεροπτικά, ζητώντας να «γεωμετρήσουν» με θάνατο τον ουρανό και τη γη κατακόρυφα (διαχρονικά) και οριζόντια (συγχρονικά), συνδέοντας ή καταργώντας όποιο όριο του Πραγματικού αναγνωρίζουν και κάθε ακολουθία κανονική με τις διαγώνιες δοκούς τους, «στηρίγματα» και «εγγυητές» του φόνου. Αλλού, συμπλεκόμενα κομμάτια του αποτρόπαιου «αναρριχητικού», σχηματίζουν έναν σταυρό στρεβλωμένο έτσι ώστε να παραπέμπει σε σβάστιγγα αναλυμένη στο αιφνίδιο περιβάλλον μαρτυρίου του Ανθρώπου και του Κόσμου ολόκληρου.

Από τον φυσικό, γνήσιο κόσμο αντλούνται όλα τα αφηγηματικά – εννοιοδοτικά σημεία του έργου: Πυρές συμπαγείς ωσάν βράχοι, διατεταγμένες σε προοπτική επανάληψη, υψώνονται αντανακλώμενες σε βάλτους λιωμένου μετάλλου – αν ήταν λίμνες νερού, τώρα δεν είναι πια. Λίγο γαλανό διεκδικεί τη χάρη την υδάτινη, αλλά περικυκλώνεται από μία λωρίδα γης που σημαδεύεται από το καθαρό κόκκινο της ζωής, χυμένο και ειρωνικά σχηματισμένο σαν λωρίδα οδικής κυκλοφορίας – υπαινιγμός του τι οριοθετεί τα ιστορικά μας βήματα.

Στην θλίψη του νερού, σκούρα, ξερά, καμένα λείψανα, άλλοτε υδροχαρείς βλαστοί που είναι τώρα ακαθόριστη μάζα – σκουπίδια. Και οι στήλες – μάζες της φωτιάς απλώνουν αιχμές παράδοξες προς τα καμένα τριγύρω δέντρα, ελκόμενες από την ημιοργανική δύναμη του απανθρακωμένου χώρου.

Έδαφος, φόντο, ουρανός, κατειλημμένα από το μαύρο της απουσίας. Σκοτάδι, στο οποίο αντιφωνεί αιφνίδια ένα συμπαγές μπλε, αυλαία τραβηγμένη δεξιά, που ορίζει πλέον το δεύτερο έδαφος των «Αναμνήσεων Πολέμου». Μπλε, που αναβλύζει το σκοτάδι και σπάει, μετά την πρώτη αρτιότητα του, στο σκοτάδι.

Εκείνο που θα ήταν, ίσως, σε άλλη θεματική αναλόγηση το κέντρο του πίνακα, ένα πολύσημο σύμβολο αλλά κι εδώ η κυρίαρχη σε τόνο και μέγεθος μορφή έχει μετατοπισθεί στο άκρο δεξιά – μία λύση που συναντούμε συχνά στον Greco, ώστε να διασφαλίζεται ισοδύναμη οπτική πρόσβαση και ένταση τόσο στην κύρια μορφή όσο και στα άλλα μέρη του εικαστικού έργου. Η κεντρική μορφή σχηματίζεται από τις διαπλοκές των στελεχών ενός κάκτου «κηρέως κορύνης», που αποδίδουν ένα είδος κρίνου. Τρεις βασικές καμπύλες – προσομοιώσεις χαυλιοδόντων, δίνουν την εξωτερική φόρμα αυτού του άνθους, που αναγνωρίζεται όχι ως lilium, κρίνος – σύμβολο αγνότητας και ζωής, αλλά μάλλον ως δηλητηριώδες άρον το σπιλωτόν. Ο ύπερός του είναι ένα απόλυτα κάθετο βλαστικό στέλεχος του κάκτου, που διαπερνά σπειροειδώς σαν ηλεκτροφόρο πηνίο, αυτό το «άνθος του κακού» από την εδαφιαία βάση του προεκτεινόμενο έξω από την κορυφαία καμπύλη του. Η εξεικόνιση της γενετικής ουσίας των οργάνων δύο σωμάτων – προϊόντων και φορέων ακραίων συνθηκών και αποτελεσμάτων, είναι προφανής. Και τούτο είναι το ιδιοφυέστερο στοιχείο του πίνακα: ο πόλεμος βλασταίνει σε ψυχικές και κοινωνικοπολιτικές ερήμους. Τρέφεται με ακραίες θερμοκρασίες θερμού (μίσος, οργή, μανία) και ψυχρού (υπολογισμός, ιδιοτέλεια, αναλγησία) όπως ένας κάκτος που, επί πλέον, «αποθηκεύει» όλο το νερό, τους χυμούς της ζωής των άλλων. Και, ο πόλεμος είναι δηλητηριώδης, συνώνυμος της φθοράς και του θανάτου – ένα «άρον σπιλωτόν», ένα άνθος του κακού…


009-spyros_koukoulomatis-war-memories


 

Λεπτομέρεια

Σπύρος Κουκουλομάτης