Διαστάσεις: ?
Τεχνική: ?
Έτος: ?
Ο άνθρωπος της Αθήνας – μεγαλούπολης των «μοντέρνων καιρών» κάτοικος της Λήθης, έγκλειστος της μοναξιάς, καταφεύγει σε μία αίθουσα θεαμάτων. Ελάχιστος σε μέγεθος και δύναμη συγκρινόμενος με ό,τι τον περιβάλλει, υπενθυμίζει τη βασική συνέπεια του σύγχρονου πολιτισμού: την ήττα του όντος από το τέχνημα.
Αλλά η μνήμη, έως και η νοσταλγία, διατηρούνται, σπερματικά έστω, στη συνεσταλμένη του ύπαρξη και τον ωθούν να ζητήσει ίχνη μιας αυθεντικής ζωής στις προβολές της οθόνης, εδώ, που δεσπόζει στη δομή του πίνακα. Πρώτα περνά από το ταμείο, δειλά, υποταγμένα: εκεί θα αγοράσει από τον επίσης ελάχιστο σε μέγεθος, ουδέτερο σε ενέργεια ταμία το εισιτήριο εισόδου στην ψευδαίσθηση της συμμετοχής στην πραγματικότητα του Αληθινού, που γι’ αυτόν έχει αποκλεισθεί. Στην οθόνη το όνειρο ήδη εξελίσσεται, το έργο έχει αρχίσει. Τώρα δείχνει ένα ξέφωτο σε πυκνό δάσος. Στο κύκλο του φεγγαρίσιου φωτός δύο ανθρώπινες μορφές περιβεβλημένες και αποπνέουσες τρυφερότητα ερωτική. Ο άντρας παίζει μουσική, απορροφημένος από τη γοητεία του περιβάλλοντος και εκείνης που αποδίδει η ψυχή και τα χέρια του. Η γυναίκα δίπλα του αφημένη στη σαγήνη, απολαμβάνοντας το «τώρα», προσδοκώντας το «μετά»: μέλη – σκιές του κόσμου που καταργήθηκε για τον κάτοικο των καθέτων δομών της σύγχρονης Αθήνας – και κάθε μεγαλούπολης. Αλλά η Αθήνα είναι υποδειγματικά, αρχετυπικά πλέον το σύμβολο μιας άλλης, συλλογικής και ατομικής αναφοράς του ανθρώπου προς την φύση και την κοινωνία. «Εκεί», οι όντως πολίτες παρεκινούντο προς την Σοφία: την θεωρία και την πρακτική της ευθύνης να καθορίζουν οι ίδιοι άμεσα και συνεχώς τον τρόπο και τους όρους της κοινωνικής ζωής, ως πρόσωπα – παρουσίες αναγνωρίσιμες από τους άλλους και τον εαυτό τους. Η ίδια η Σοφία – Αθηνά επόπτευε, οπλισμένη με το στοχοβόλο δόρυ της, την πόλη. Στον πίνακα, τη βλέπουμε ως προβολή – σκιά του Είναι της. Περίσκεπτη, ακίνητη, αναποφάσιστη, στέκεται ανάμεσα στον χώρο που «παίζονται» στιγμιότυπα της αλλοτινής ερωτικής διαλεκτικής των πάντων και σε μεγάλους ογκόλιθους κυκλώπειων τειχών – ανάμεσα σε δύο κόσμους. Επάνω δεξιά εγγεγραμμένος σε «χρυσό» στις αναλογίες του, αλλά φαιό στην απόχρωση, ορθογώνιο, ο Λυκαβηττός. Μακριά από το οπτικό πεδίο, χαραγμένος ελικωτά από αμαξητό δρόμο για τους αιώνια βιαστικούς να φθάσουν –πού;– εποχούμενους σύγχρονους αστούς , θυμίζει μάλλον τύμβο ταφικό ή βωμό μαζικών θυσιών. Χαμηλά, σε μίαν άλτη, κάποιος αρματηλάτης υπομνηματίζει τον «τότε» αγωνιστικό άνθρωπο.
Αλλά η άλτις είναι περίφρακτη με τείχη. Αυτό είναι ένα στοιχείο ειρωνικής πρόρρησης του από παλαιά διαγραφόμενου σύγχρονου κόσμου. Όπου, βέβαια , τα πέτρινα τείχη λείπουν, αλλά οι πόλεις και προ πάντων οι κάτοικοί τους, συνολικά και ατομικά, βρίσκονται περιτειχισμένοι από φράγματα πολλαπλά και ποικίλα.
Η σύγχρονη Αθήνα, αυτή καθ’ εαυτήν, εξεικονίζεται σαν χώρος κλειστός, με χρώματα σκούρα ή ουδέτερα – δίχως καμία φυσική πηγή φωτός. Τα σχήματα – τόποι που τον ορίζουν: κλειστά, τελεσίδικα τετράγωνα, αιχμηρά οξύγωνα τρίγωνα και κάποια ορθογώνια – μισά τετράγωνα – ατοπικές υποσχέσεις ή απειλές μιας τάξης ταυτόσημης με τον αποκλεισμό. Ένας χώρος προδιαγεγραμμένων σκέψεων, σχέσεων, πράξεων και κινήσεων, όμοιος όχι με σπήλαιο, αλλά με κελί φυλακής, αποκοπής, αποξένωσης.
Αν και οι κρατούμενοι πρέπει να πιστεύουν ότι είναι προνομιούχοι. Ως εκ τούτου, έχουν πρόσβαση στην (ανα)παράσταση του χαμένου τους εαυτού, έναντι αντιτίμου….