Διαστάσεις: 70 X 63 εκ.
Τεχνική: Λάδι σε καμβά
Έτος: 1977
«Η χρησιμότητα του Ζωγράφου συνίσταται στην ικανότητά του να συνθέτει και διατυπώνει τη μυθολογία του καιρού του»
(Σπ.Κουκουλομάτης)
Η «μυθολογία» της μεταβιομηχανικής, τρέχουσας «νεωτερικής» εποχής, είχε ήδη ιχνογραφήσει – και με κάποια συστολή – προωθήσει ως «πρότυπο» και «ήρωα» των μοντέρνων καιρών – τον Τεχνοκράτη. Στον ομώνυμο πίνακά του, που εκτέθηκε στην Trentunesima Mostra Internazionale Michetti “L’ uomo e il suo spazio” (“Ο άνθρωπος και ο χώρος του”) 1977, ο Σπύρος Κουκουλομάτης με τον καθαρό – κριτικό λογισμό του, διαποτισμένο από τον έρωτα του αυθεντικού, αποκαλύπτει όχι τον μελλοντικό κίνδυνο, αλλά και την (από) τότε πραγματικότητα: Στη θέση του αγωνιζόμενου, βουληφόρου και διαλεγόμενου σε κάποιαν αγορά, σε κάποια πόλη, αθλητικού ανθρώπου – προσώπου, έχει ήδη εγκατασταθεί ως εκπρόσωπος ενός νέου σκοταδισμού, ως δια-χειριστής της Ζωής, ένα υβρίδιο: «Άνθρωπος» που όχι απαραίτητα κάποιο ανοίκειο μηχανικό συστατικό, αλλά η καθήλωσή του, η ακινητοποίησή του στο ψυχικό και διανοητικό «σημείο» του ψυχρού, μηχανιστικού υπολογισμού των όντων ως χρηστικών, αλλοιώσιμων, αναλώσιμων, μετρήσιμων «αντικειμένων», τον έχει μεταβάλλει σε «παραφυσικό» είδος – τέρας. Σήμερα, στην μεταβιομηχανική, μεταμοντέρνα κ.τ.λ. εποχή μας, «δίχως περίσκεψιν, χωρίς αιδώ», αυτό το υδροκέφαλο, ατροφικό, ανάπηρο πνευματικά, εγκαταλελειμμένο από οποιοδήποτε ζωτικό και ζωοποιό στοιχείο ανθρωποειδές, ο «Τεχνοκράτης» έχει ήδη εγκατασταθεί στον θρόνο – αναπηρική καρέκλα του αναμφισβήτητου ρυθμιστή – προγραμματιστή μιας πραγματικότητας αντίπαλης προς το Πραγματικό, το Αληθινό, το αυθεντικό. Το κεφάλι-κρανίο του «κοσμεί» ένας πίλος ιερατικός ή μήπως κολλεγιακός ή ακαδημαϊκός; Σε κάθε περίπτωση, σύμβολο της αυθεντίας του. Ό,τι αποτελεί την υπόστασή του, είναι αυτό το φαιό, νεκρό πρόσωπο κι αυτό το κρανίο. Το πορφυρό που «ντύνει» οτιδήποτε ισχνό, λειψό, στρεβλό έχει απομείνει από ό,τι θα ήταν σώμα, παραπέμπει στην αυτοκρατορική πορφύρα, περισσότερο όμως στο αίμα που “κάτι” διασωληνωμένο μαζί του που θα μπορούσε να είναι καρδιά, αλλά έξω από τον ίδιο, αντλεί από «κάπου», το οποίο όπως δείχνει η θέση των μορφών, δεν τον ενδιαφέρει, το αγνοεί. Είναι το αίμα, η Ζωή των «άλλων» και, ίσως, του «Όλου» – το σκοτεινό χρώμα της πηγής του αίματος υποδεικνύει τον ασύνορο Χώρο.
Ο ίδιος μένει προσηλωμένος πίσω από γυάλινα τείχη, υαλοπίνακες ενός ψηλού ορόφου κάποιου αλαζονικού ουρανοξύστη, βέβαια. Και, με την βοήθεια των γυαλιών οράσεως, παρατηρεί τη φύση, μακριά και κάτω από αυτόν. Ένας θεός – παρωδία, που δεν αρκείται στην ήδη στείρα και αστεία κατάσταση του «παρατηρητή» όσων οπωσδήποτε των υπερβαίνουν συντριπτικά. Αλλά παρατηρεί υπολογίζοντας – τι άλλο; – τα μέσα και τα κέρδη από την «αξιοποίηση» τους. Δηλαδή, από την όσο μεγαλύτερη καταστροφή που μπορεί να τους προκαλέσει.
Άλλα αντικείμενα που τον περιβάλλουν και σχεδόν τον αφομοιώνουν, είναι ένα οστό γεμάτο μεδούλι, υπόμνημα των έργων και της κανιβαλικής διάθεσής του, μία νεκρική λήκυθος – «μοντέρνας», βέβαια, φόρμας, επάνω σε μία επιφάνεια που υπαινίσσεται, τι άλλο; φέρετρο. Το δικό του, φυσικά. Άλλωστε ο θάνατος, που ήδη σκιαγραφείται κρεμασμένος στην λήκυθο με τη μορφή μιας απλοϊκής γελαστής emotion – νομίσματος – παράσημου, ήδη κατέχει τις στάχτες του. Την χαμένη του ύπαρξη.