Διαστάσεις: 60 Χ 50 εκ.

Τεχνική: Λάδι σε ξυλοτέξ

Έτος: 1976

Εξουσία, ως όρος και πρακτική, σημαίνει και είναι εμπρόθετος καταναγκασμός, που αποβλέπει στον, με κάθε μέσο που έχει επιβληθεί ως νόμιμο, έλεγχο του βίου των ανθρώπων. Ο έλεγχος αυτός πάλι, στοχεύει στην χειραγώγηση, την καταπίεση της κοινωνικά όχι επιβλαβούς βούλησης και πράξης, στον προκαθορισμό των ενεργειών των λαών και του κάθε ανθρώπου. Συνεπώς, δρώντας μέσα από ένα νόμιμο πλαίσιο, με όργανα ανάλογους μηχανισμούς που εξυπηρετούν την άσκησή της, η Εξουσία είναι μία κατασκευή που προκαλεί την αλλοτρίωση όσων την υφίστανται. Με όποιο πολιτικό – πολιτειακό πρόσημο και αν εμφανίζεται, η Εξουσία μεταχειρίζεται την συντεταγμένη βία, είτε άμεση, ως σωματική, υλική απειλή και επιβολή ποινής όσων αντιδρούν στις επιταγές της, είτε ως «κάτι άλλο». Στη δεύτερη κατηγορία υπάγονται τα επίσημα εκπαιδευτικά συστήματα και η ιδεολογία – κοσμοθέαση που παράγουν αυτά, τα κυρίαρχα επιστημονικά μοντέλα (=θεωρίες), η θρησκεία ως τυπική κατασκευή υπεξαίρεσης των ψυχών κλπ.
Ούτως ή άλλως η Βία ως μέσον καλλιέργειας και διασποράς του Φόβου και η ίδια η Εξουσία ως ελεγκτική – τιμωρητική- καταναγκαστική δύναμη, αποτελούν αδιαχώριστη ενότητα. Ως παρεπόμενο του φόβου υπαρκτής ή ενδεχόμενης νόμιμης βίας, και ως αντίδραση, φυγή, από αυτόν, επέρχεται η αλλοτρίωση. Αλλοτρίωση: λέξη πραγματικά φοβερή ως σημασία και πιο φοβερή όπως υλοποιείται, ως υπόστρωμα άσκησης της εξουσίας.
Είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η λησμονιά του Αληθινού σε όλα τα επίπεδα , ατομικό, κοινωνικό και φυσικό.
Είναι η αποξένωση από τον εαυτό μας ως γνήσια ταυτότητα, συνείδηση, φαντασία, και ποιητική («δημιουργική») δύναμη. Η Λήθη είναι συνώνυμη του θανάτου. Αλλά η αλλοτρίωση δεν είναι μόνον (!) Λήθη. Είναι και ώθηση προς οιανδήποτε ψευδαισθητική διαφυγή/καταφυγή σε έναν πλαστό εαυτό και κατά συνέπεια σε έναν πλαστό, πλασματικό «κόσμο» – με όλη την κλίμακα των συνεπειών που έχει αυτή η «λύση».
Ο εξουσιαστικός μηχανισμός έχοντας στη διάθεσή του το Κράτος , φορέα της θεσμοθετημένης βίας, μπορεί να νιώθει αρκετά ασφαλής έναντι των πιθανών αντιδράσεων προς αυτήν. Αλλά επειδή κατά κανόνα στις «πολιτισμένες» χώρες η εξουσία θέλει να φαίνεται ειρηνική, προνοητική φιλική προς τους πολίτες, προτιμά να συντηρεί και να διαιωνίζει παλαιούς τρόπους ψυχοπνευματικής κατ’ αρχάς χειραγώγησης και αλλοτρίωσης των υπηκόων της. Μηχανισμούς ικανούς να επιτύχουν την λήθη συνθλίβοντας την αυθεντικότητα «τρυφερά και ευχάριστα», συσκευάζοντας τις ιδέες, τα όνειρα, την ηθική, την αισθητική των λαών σε έναν κοινό τόπο, αυτόν του Υπερεγώ. Υπερεγώ ή μαζική κουλτούρα εκλαμβανόμενη ως καθολικό κοινωνικό ηθικό/εθιμικό περιβάλλον, που εύκολα και με σκαιότητα περιθωριοποιεί οιονδήποτε το απειλεί με ρωγμώσεις.
Για την διαμόρφωση αυτού του Τείχους-προμαχώνα της αόρατης Κεντρικής Εξουσίας, που λειτουργεί και ως ασπίδα απόκρουσης της μη επιθυμητής εκ μέρους της χρήσης της απροκάλυπτης κρατικής βίας, έχουν δημιουργηθεί από πολύ παλιά και φορείς ψυχονοοτροπικής διαστρέβλωσης ενδεδυμένοι τον μανδύα της «σοφίας», ειδικά της «μεταφυσικής» γνώσης , της «απόκρυφης», «αλάνθαστης» και «παντοδύναμης» «Γνώσης». Όλα αυτά σε εισαγωγικά, γιατί αυτά που «κατέχουν» ως «θησαυρούς αποκλειστικούς» οι «φωτισμένοι», οι «εκλεκτοί» – οι καθιερωμένοι πλέον ως «ελίτ»- ενός κόσμου άκαμπτου, στερεότυπου, μηχανιστικά πολύπλοκου, δηλαδή νεκρού, δεν είναι παρά αφόρητες κοινοτοπίες είτε αυθαιρεσίες που εγγίζουν τα όρια παραληρικού. Με την φήμη της κατοχής αυτών των «γνώσεων εξ ουρανού», κατορθώνουν να καταλαμβάνουν ψυχές άδειες ήδη από την αλλοτριωτική προπαρασκευή που έχουν αναλάβει οι φορείς αγωγής και εκπαίδευσης, αλλά και ο φόβος της «πανίσχυρης μηχανής» του Κράτους. Έτσι επέρχεται το κυρίως ζητούμενο των εξουσιαστών, δηλαδή η μεταφορά των συνειδήσεων και των συγκινήσεων σε τόπους κινήτρων μακρινούς και ξένους από τους πραγματικούς. Αποξένωση από την ζώσα πραγματικότητα, την Αλήθεια, το αυθεντικό αφ΄ενός και απομάκρυνση, ανοιακή άμβλυνση της ικανότητας αντίληψης και αντίδρασης ως προς την πολιτικοκοινωνική υφή και δράση της Εξουσίας…
Στον πίνακα που τιτλοδότησε «Εξουσία», ο Σ.Κουκουλομάτης ανοίγει την αυλαία της απόκρυψης αυτού του εγκατεστημένου στις ανθρώπινες κοινωνίες ως «αναπόφευκτο κακό» «θεσμού» καταστροφής και του ψυχοδιανοητικού μας κόσμου, και της Κοινωνίας και της Φύσης (όπως τα παρουσιάζει ο F. Guattari «ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΕΣ»).
Ο Ζωγράφος χτίζει εδώ μία ρωμαλέα, πολύσημη, άφθονη σε στοιχεία «τεκμηρίωσης», αναπαράσταση του «μυστικού» της Εξουσίας. Αποκαλύπτει το ήθος, το ύφος και τα μέσα της, με αυστηρό έλεγχο των συγκινησιακών του εξάρσεων και την ανάλογα αυστηρή δομή του έργου.
Από το βασικό οριζόντιο επίπεδο –γη ερημική, έρημος- προχωρεί στην επαγωγική – αναλυτική διατύπωση του προσώπου της Εξουσίας.
Και πρώτα, ένα φωτεινό ορθογώνιο – ένα κάτοπτρο του παρελθόντος, τοποθετημένο έτσι που να παραπέμπει ειρωνικά στην έννοια και την χρήση μιας «ωραίας πύλης». «Ωραία» όπως τα δέλεαρ που κάθε επίδοξος εξουσιαστής προσφέρει σε κείνους που έχει ανάγκη για να υπάρξει, στους λαούς. Όμως, αν και φωτεινή, το σχήμα της είναι ήδη ανησυχητικό: το ορθογώνιο είναι πολύ πιο μακρύ από το τέλειο, το «χρυσό» ορθογώνιο που δομείται στη σχέση του δημιουργικού «φ». Οι κάθετες πλευρές του μάλιστα χάνονται στο άπειρο, κάτω. Αυτή η μορφή ορθογωνίων όπως επισημαίνει ο Ch. Lalo («Αισθητική») υποδηλώνει το χάος και γεννά άγχος στους θεατές του. «Άγχος», όπως «αγχόνη»: πράγματι, η «Πύλη»-κάτοπτρο οδηγεί σε μίαν ατέρμονη ευθεία που σημειώνεται στο πλάτος της ερήμου με αγχόνες παρατεταγμένες ως το άπειρο στη διάσταση του βάθους.
Σε μία από τις πλησιέστερες στο πρώτο πλάνο του πίνακα, στην τέταρτη, ανεμίζουν ανέμελα, χαρωπά, κυνικά, ως εξαρτήματα του αρχετυπικού αυτού συμβόλου του τρόμου και του θανάτου, δύο emotions: ένα μαύρο και ένα κόκκινο. Στην ιδιαίτερη σημειολογία της εικαστικής γλώσσας του Σ.Κουκουλομάτη, αυτά τα δύο χρώματα, όταν συνάπτονται μέσω συμβολικών μορφών , αναφέρονται στις δύο κυρίαρχες του πλανήτη υπερδυνάμεις από την μεταπολεμική εποχή έως σήμερα, παρά τους ανταγωνιστές τους στην παλαίστρα της παγκόσμιας κυριαρχίας/αιματοχυσίας. Το μαύρο λοιπόν παραπέμπει στην Αμερικανική – Δυτική επικυριαρχία, το κόκκινο στην αντίπαλη της την Σοβιετική ακόμη τότε, τώρα Ρωσική. Το ότι δεν βρίσκονται στην πρώτη αγχόνη, σημαίνει βέβαια ότι έχουν προηγηθεί άλλες, ανάλογές τους, δυνάμεις και δράσεις στο παρελθόν.
Κάθε ένα από αυτά τα διαιώνια σύμβολα της βίας μετά το τέταρτο, που ισούται προς την τρέχουσα ιστορική φάση –το παρόν- και ολόκληρη η άπειρη ευθεία των επαναλήψεων του συμβόλου και της σημασίας του, δηλώνουν την δίχως περιττούς οπτιμισμούς βεβαιότητα του ζωγράφου ότι το εξουσιαστικό modus existimationis (τρόπος για να δοξάζεται κάποιος και να διοικεί) θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται στο διηνεκές εφ΄όσον διατηρεί τα μέσα που την γεννούν, θα διαιωνίζεται. Και προχωρεί στην αποκάλυψη αυτών των μέσων, που δεν περιορίζονται στα όργανα της ωμής βίας: Πίσω και πάνω από την «Πύλη» της ερήμωσης και των ικριωμάτων, υψώνεται βαρειά, συμπαγής, συνθλιπτική η σύνθεση των σταθερών στην άπειρη ακολουθία της εξουσιαστικής ηγεμονίας. Κέντρο και θεμέλιο της όλης άκαμπτης, αμετάβλητης εξουσιαστικής κατασκευής, είναι ένα σύμπλοκο – «θυρεός» εύγλωττων συμβόλων, ήδη πολλαπλά χρησιμοποιημένων από τους έως και σήμερα «παντοκράτορες» του κόσμου. Πάνω στην εισαγωγική επιγραφή και δήλωση «Imperium» στηρίζονται, αλληλοαμοιβόμενα εννοιολογικά και γεωμετρικά επίσης, τα εξής «επίσημα» εμβλήματα της Ισχύος, της κοσμοαντίληψης και της πρακτικής τους. Και πρώτα, δύο κλειδιά διασταυρούμενα: το μαύρο ανήκει («τώρα»)στην Αμερικανική, το κόκκινο στην Ρωσική υπερδύναμη. Είναι οι μοχλοί με τους οποίους ανοίγουν και κλείνουν οι θύρες της Οικουμένης: αγορές, παραγωγή, νοοτροπίες, ψυχισμούς… Από τη λαβή του μαύρου κλειδιού προβάλλεται έντονα μία ημισέληνος, σημαίνοντας την επέκταση της Δυτικής ιμπεριαλιστικής επιρροής στην Ανατολή. Αντίστοιχα, από τη λαβή του κόκκινου, προβάλλει ένα σφυροδρέπανο.
Εν τέλει, πρόκειται για δύο δρεπάνια, προορισμένα όχι για να θερίζουν στάχυα, αλλά για σύνεργα – συνδηλώσεις του θανάτου σε Ανατολή και Δύση. Ως δύο ημικύκλια, άλλωστε βρίσκονται σε ανταπόκριση και συνενοχή. Ακόμη μία πραγματικότητα υποδηλούμενη από την διάταξη των δύο αυτών ημικυκλίων, είναι η ρήξη του φυσικού κύκλου – της σφαίρας και κατ’ επέκταση της Αρμονίας, της Φιλίας, της Αρτιότητας του Κόσμου, η τεχνητή, βίαιη διαίρεση και ο αποχωρισμός των μελών του.
Σφυροδρέπανα υπάρχουν, παραδόξως ως προς τα αναμενόμενα, και στο μαύρο και στο κόκκινο κλειδί. Ο προβληματισμός σχετικά με το πρώτο λύνεται όταν σκεφτούμε την αποδεδειγμένη πλέον περίτρανα εξέλιξη του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σε απολυταρχικό, ιμπεριαλιστικό νέου τύπου αστικό Κράτος. Ποια λοιπόν η διαφορά; Από τις απολήξεις – μοχλούς των κλειδιών ξεκινούν και προεκτείνονται Ανατολικά και Δυτικά, δύο αλυσίδες. Αυτή του κόκκινου κλειδιού κρατεί συνδεδεμένο με το κλειδί ένα χέρι που εδώ παρουσιάζεται σαν μηχανικό αντικείμενο – σύμβολο μιας τεχνητής «αλήθειας» ή σημασίας. Είναι το χέρι – έμβλημα μυστικών οργανώσεων, που ποτέ δεν έπαψαν να λειτουργούν ως κέντρα ψυχοπνευματικής συνένωσης των δυνάμεων της εξουσίας. Εκεί επενδύουν τους στρατηγικούς και τακτικούς σχεδιασμούς τους για την νομή του κόσμου με «μεταφυσικό» μανδύα, κάτι που οι άνθρωποι – φορείς της δυναστικής μηχανής χρειάζονται μάλλον περισσότερο από τον καθένα και για να γεμίσουν την κενή από αληθινές μορφές και αξίες ψυχοπνευματική τους σφαίρα. Ετσι αποκτούν, ταυτόχρονα και αυτοί και οι «υπήκοοί» τους, την ψευδαίσθηση του «ελέω Θεού» δικαιώματος απόλυτης δεσποτείας.
Το «χέρι» εξεικονίζει μία τυπική ιερατική χειρονομία των Αιγυπτιακών μυστηρίων, που έχει υιοθετηθεί από τις ως άνω σύγχρονες οργανώσεις, ενώ είναι βέβαιο ότι το περιεχόμενο των αρχαίων θρησκευτικών δρωμένων, όσο είναι γνωστό, δεν ενδιαφέρει κατά κανόνα τους σύγχρονους χρήστες των συμβόλων τους.
Στην τωρινή, εξωτερική πρόσληψή της, η χειρονομία αυτή είναι το ίδιο το σήμα «STOP»! Παύση, ακινητοποίηση οιασδήποτε ελεύθερης σκέψης και πράξης. Ταυτόχρονα, βεβαίως, επισημαίνεται από τον Σ.Κουκουλομάτη η τεράστια δυναμική του μεταφυσικού τρόμου, που «αξιοποιείται» εξαντλητικά από τους επικυρίαρχους των πάντων, ώστε να ελέγχουν τον ψυχισμό και την συνείδηση – άρα το Είναι – των ανθρώπων. Περισσότερο αισθητή αυτή η «αξιοποίηση» είναι στο Ανατολικό block, όπου η θρησκοληψία και η δεισιδαιμονία, μεταμφιεσμένη ακόμη και σε αθεΐα, υπέβαλε στο παρελθόν και συνεχίζει να υποβάλλει την υποταγή σε κάποιον «Τσάρο».
Η αλυσίδα του μαύρου κλειδιού συνδέεται με μίαν άλλη συγκατασκευή: ένα ξίφος – παραπομπή στο Excaliber και τον θεόδοτο –επίσης- βασιλιά. Βυθισμένο στη θάλασσα, που συμβολίζει την βούληση και τα συναισθήματα, επισημαίνει επίσης τον εμβολισμό τους με την ιδέα του «ευλογημένου» πολέμου – από τις Σταυροφορίες μέχρι σήμερα.
Ένα κυρτό ημικύκλιο, σύμβολο του «κάτω» και του εγκλεισμού, βρίσκεται λίγο πιο κάτω από το σημείο σύνδεσης της κόψης με τη λαβή. Η σταυροειδής λαβή καταλήγει σε ένα σφαιρικό κρίκο. Εκεί περνά το δάχτυλο του ο κάτοχος του ζυγού που βρίσκεται αμέσως κάτω από αυτό το σημείο εξάρτησης. Στο τάσι που το βάρος του περιεχομένου του δείχνεται μηδενικό, περιεχόμενο είναι ανθρώπινες υπάρξεις. Το άλλο τάσι, που βαραίνει οριακά, δεν περιέχει τίποτε – περιέχει το Τίποτε, μάλλον. Σχόλιο για τις «αξίες» των εξουσιαστών, τόσο μοιραίες για την Ύπαρξη!
Ο πολύπλοκος –ως είθισται- «θυρεός», θεμέλιος λίθος των κλειστών δεσποτικών συστημάτων, έχει τοποθετηθεί ως απόκρυφο κύημα στην «καρδιά» ενός κυκλώνα, που, προβεβλημένος σε δύο διαστάσεις, ανοίγει στο χαρακτηριστικό στοιχείο της ζωγραφικής του Σ.Κουκουλομάτη, το ανεστραμμένο τρίγωνο, με την πολύσημη σημασία. Κυκλώνας που αναμιγνύει το μαύρο και το κόκκινο της απολυταρχίας, σημαίνοντας την ενδοφυή ομογένειά τους.
Κορύφωση αυτής της πυκνής «κεντρικής» σύνθεσης, είναι η μάσκα που υπερυψούται επάνω από τα πάντα. Πρόκειται για το μακάβριο «πρόσωπο» του/των εκάστοτε καταπιεστών. Ανασχηματισμένη σε παράδοξο καμπυλόσχημο τετράπλευρο, επιδεικνύει την πρόσθια όψη της σε μία έντονη σχέση φωτός-σκιάς και τονισμένη την προέκτασή της στο πέραν του χρόνου και του χώρου. Η μάσκα αυτή είναι αναπαράσταση του προσωπείου Αζτέκου ιερέα-ανθρωποθύτη. Υπενθυμίζοντας το μεταφυσικό ένδυμα της ενδοφυούς αγριότητας των εξουσιαστών και του «θείου τρόμου» ενώπιον της ισχύος τους.
Ο Σ.Κουκουλομάτης φαίνεται πως εκτιμά, όχι μόνον στο συγκεκριμένο εργο του, πως ο εξουσιασμός, αυτή η βία που κατόρθωσε με όλα τα παραπάνω μέσα να επιβληθεί ως κοινά αποδεκτή, βασικό γνώρισμα της Ιστορίας, έχει βαθειές ρίζες – ίσως την θεωρεί εγγενή τάση της φύσης του ανθρώπου.
Ως σημείωση – υπόμνηση αυτής του της πεποίθησης, στην αριστερή επάνω πλευρά του πίνακα, σκοτεινή όπως τα άδηλα στοιχεία του ασυνειδήτου μας, τοποθετεί μία σπηλαιογραφία από την Αλταμίρα: είναι προφανές τι δείχνει: εκείνοι οι κατά Δαρβίνο «πρωτόγονοι» ήσαν εξαίρετοι ζωγράφοι.( Ένα δεδομένο για να σκεφτούμε μήπως δεν ήσαν και τόσο πρωτόγονοι….) Η σπηλαιογραφία, ένα γραμμικό σχεδίασμα στην πέτρα, παριστάνει έναν άνθρωπο όρθιο, του οποίου το δεξί χέρι προεκτείνεται στο ρόπαλο που υψώνει. Με το αριστερό πιέζει έναν άλλον άνθρωπο, άοπλο και ήδη πεσμένο στα γόνατα, λίγο πριν καταρρεύσει στο έδαφος, με τα χέρια απλωμένα σαν τσακισμένα φτερά… «Φυσικά» ο πρώτος πρόκειται να του καταφέρει το ρόπαλο στο κεφάλι, να τον σκοτώσει. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία και διαχρονική επαλήθευση είναι η απειλή και ο φόβος, η βία και η υποταγή, ο θρίαμβος της ωμής ισχύος και η ήττα του αδυνάτου, που εκλύονται από το πανάρχαιο αυτό σκαρίφημα. Μαρτυρία, καταγγελία, προειδοποίηση ή ανακοίνωση ενός «κατορθώματος» από τον νικητή;
Ούτως ή άλλως, είναι μία τέλεια «εισαγωγή» στο φαινόμενο της εξουσιολαγνείας, της μανίας κυριαρχίας και καταναγκασμού, που πλέον κατευθύνει, αυτή και μόνον αυτή, την μοίρα της ανθρωπότητας.



Σπύρος Κουκουλομάτης