Διαστάσεις: ?
Τεχνική: ?
Έτος: 1986
Το φως του δειλινού σε διάπυρες χρώσεις, απλωμένες οριζόντια, διακτινίζεται διεκδικώντας το χώρο, πηγάζοντας από τον υπόλευκο ήλιο.
Για την ώρα, δεσπόζει στον ουρανό και τη θάλασσα – το κάτοπτρό του, υψώνοντας τον λαμπρότερο βαθμό του σε τρίγωνο, Ηφαιστειακό ή / και Αφροδίσιο. Υπόμνημα των προαιώνιων – διαιώνιων αιτίων της Γένεσης του κόσμου της Παρουσίας, αυτού του ίδιου του φωτός, ρίζα της ύπαρξης, της «κατά φύσιν» αλλαγής και ρύθμισης των όντων.
Αλλά η νύχτα έχει ήδη κερδίσει τη νομή της στις κυμάνσεις του αέρα, στο πλάτος του αδιαπέραστου από τις ουράνιες αποκαλύψεις, έδαφος. Η γη και η νύχτα, μητρικές, θηλυκές, σμίγουν τα μυστικά τους, τις πανθρέπτιρες δυνάμεις τους.
Κάποιες μορφές – ραγίσματα ομιχλώδη στο σκούρο της δύσης, διώχνουν ή καλούν το φως.
Σκελετικές, μετέωρες στο σκοτάδι, το άλλο σκοτάδι, ίσως, αυτό που σημαίνει «φρίκη» στην συμβολική γλώσσα της ανθρώπινης Ιστορίας, κρεμάμενες από έναν σταυρό – ιστό που, αν και ισχνός και ασταθής μορφικά, τείνει να κυριέψει τον άπαντα χώρο, διασχίζοντας το πλαίσιο. Είναι θλιβερές σαν φάσματα απελπισμένων, όσο και απειλητικές, σαν κολασμένοι που διεκδικούν ουρανό και γη.
Είναι τυχαίο που αυτός ο πίνακας δεν είναι τοπίο ή, έστω, αφορμή για άλλες εννοιακές σημάνσεις; «ΑΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ»; Αυτό δεν είναι το όνομα και ο απονεμηθείς τίτλος εκείνου του πρώτου αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρώμης (Nova Roma);
Δεν είναι εκείνος που λεηλάτησε αρχαία ελληνικά ιερά, «μετακομίζοντας» 427 αριστουργηματικά αγάλματα στην πρωτεύουσα του βασιλείου του, που διέταξε τη σταύρωση των «εθνικών» ιερέων και θεοπρόπων (μάντεων, προφητών), ο γιος της (επίσης Αγίας) Ελένης που «ανακάλυψε» τον Σταυρό του αθώου και ανύποπτου για την «εξέλιξη» της θερώνυμής του θρησκείας, Ιησού Χριστού;
Αυτός ο ίδιος ήταν που «είδε» το περίφημο «όραμα»: Τον Σταυρό στον ουρανό, περιβαλλόμενον από την εντολή – υπόσχεση: «εν τούτω νίκα», κατά την διάρκεια μιας πολεμικής εκστρατείας του. Και, από αυτά και άλλα «εμπνεόμενος», ήταν αυτός που επέβαλε, επί ποινή θανάτου και μαρτυρίων των …αντιφρονούντων ως υποχρεωτική θρησκεία τον «Χριστιανισμό».
Οι συνειρμοί, οι συνεκδοχές ονομάτων, γεγονότων – και όχι μόνον πρωτοβυζαντινών αλλά διαχρονικών – ηνιοχούμενες από την ευαισθησία, τη λογική και την ευφυΐα του Ζωγράφου, αποδίδουν ένα έργο πολυεπίπεδης, μεστής αισθημάτων και νοημάτων ανάγνωσης…
Το έργο έγινε δωρεά στην κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου Αιτωλοακαρνανίας. Ακολουθεί η επίκαιρη επιστολή του καλλιτέχνη, που συνόδευε το έργο, στον Πρόεδρο της κοινότητας.
Κουκουλομάτης Σπύρος
Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου Τριχωνίδος
Φορμίωνος 63-67
Αθήνα 161 21
Κύριε Πρόεδρε,
Αν η λήθη είναι αρετή, τότε η μνήμη είναι χρέος και μάλιστα, — όταν πρόκειται για μνήμη ιστορική. Έστω κι αν αυτό το χρέος περιμένει 45 χρόνια για να υπομνησθεί στους συνομήλικους μου και στους νεωτέρους μου.
Γράφω λοιπόν, για να σας θυμίσω τον Απρίλη του 41′, τότε που με το σπάσιμο του Μετώπου χιλιάδες νοτιοελλαδίτες στρατιώτες βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε από την Αλβανία βρώμικοι, ελεεινοί, τρισάθλιοι, ψειριασμένοι, καταδιωγμένοι και στιγματισμένοι μετά από μία ατιμωτική συνθηκολόγηση.
Τότε που πρόσφυγες στην ίδια μας την χώρα, εμείς, αντιμετωπίσαμε την ταπείνωση από πολλούς συμπατριώτες μας που μας αρνήθηκαν ένα πιάτο φαΐ ή που με ιδιοτέλεια θέλησαν να το ανταλλάξουν με τη χλαίνη μας που μας έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα, που μας αρνήθηκαν νερό, απ’ το πηγάδι, που μας επιφύλαξαν την καχυποψία και τον εξευτελισμό. Τότε που χάσαμε την εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο και το σεβασμό στους εαυτούς μας.
Και θέλω να θυμίσω, τώρα, πως σ’ αυτόν τον αέναο ποδαρόδρομο της οπισθοχώρησης και της ντροπής πέρασα κι εγώ, μαζί με πολλούς από τον προσφυγικό συνοικισμό του Αγρινίου, εκεί όπου άνθρωποι μυημένοι στην οδύνη και τον κατατρεγμό, στις διώξεις και τους εμπαιγμούς μαθημένοι, από μίσος και φθόνο —, φιλόξενοι Μικρασιάτες πρόσφυγες μας περιέθαλψαν και μας παρηγόρησαν. Μας συμπαραστάθηκαν και μας υπερασπίστηκαν, μας αναγνώρισαν σαν ήρωες νικητές κ’ αδελφούς κι όχι σαν εξαχρειωμένους φαντάρους. Έτσι που ανοίχτηκαν οι κασέλες και τα σεντούκια με τ’ ακριβά προικιά να γίνουνε στρωσίδια για τα ταλαιπωρημένα και λερά σώματά μας. Έτσι που εμείς αναγνωρίσαμε τους — αδελφούς μας και ως τούτους τους πρόσφυγες με δεσμούς δεθήκαμε ακατάλυτους. Έτσι που και μεις αναγνωρίσαμε το Λαό και την Πατρίδα που στ’ όνομά τους πολεμήσαμε.
Συγκλονισμένος ακόμη, μετά 45 χρόνια χωρίς να έχει αμβλυνθεί η μνήμη κι η συγκίνηση αυτή της αλληλεγγύης, θέλω να χαρίσω στην Κοινότητά σας του Αγίου Κωνσταντίνου Τριχωνίδος έναν πίνακά μου που αναφέρεται στο δράμα της Μ. Ασίας ώστε και συμβολικά να επιβεβαιώνεται και τώρα και πάντα ο άρρηκτος δεσμός μας με την κοινότητα, τους αληθινούς ανθρώπους και τους — τους. Γράφω λοιπόν, για την ιστορική μαρτυρία αλλά και για το προσωπικό χρέος που μου επιβάλλει η ανθρωπιά —- της αλήθειας και η ακλόνητη πεποίθηση πως — τότε άνθρωποι σαν και κείνους τους αληθινούς της κοινότητας θα δίνουν πάντα στον άνθρωπο το Ανάστημά του και το κριτήριο του μέτρου του.
Σπύρος Κουκουλομάτης
Αθήνα 10 Μαΐου 1986